Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΝΑΣ ΔΗΘΕΝ ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ

 Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.

Κι αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα,

σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα μ’ αγωνίες!..

 

Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.

Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.

Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο

σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.

 

Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος

που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες

 

Τα βράδια οι διαβάτες περνούν μέσα από τα πάρκα για να κόψουν δρόμο.

Εμείς τους βλέπουμε.

Ή μάλλον, βλέπουμε την καύτρα του τσιγάρου τους.

[ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ και ο ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979 - από την επιλογή του ιδίου στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του 1968-2010, εκδόσεις Κέδρος 2014]

 


ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΜΑΪΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 1 και 2 (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου 1979)

Ένας άνθρωπος λιαζόταν στο ταρατσάκι.

 

Και βέβαια, έτσι που καθόταν,

έμοιαζε σαν να είχε πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια!..

 

Τι θλιμμένο απόγευμα!

 

Και αυτός ο άνθρωπος χρόνια περνάει

με το παιδί του που δεν μεγαλώνει ποτέ.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ

Το βράδυ μαζεύεις ξύλα για το τζάκι.

 

Και το πρωί, α το πρωί

τι πικρή που είναι η ζωή με τις στάχτες.

 

Ο ΞΕΝΟΣ

Γιατί ο ξένος δεν γνωρίζει την πολιτεία την ημέρα.

Ο ξένος το βράδυ γνωρίζει την πολιτεία, όταν αυτή κοιμάται.

Το πρωί φεύγει με το στυφό ύφος

αυτού που έψαχνε κάτι και δεν το βρήκε.

 

Εσύ που κάποτε τον αγάπησες,

όταν τον δεις να περνάει από την πόρτα σου,

δώσ’ του κάτι από εκείνη την παλιά τρυφερότητα

και σκέψου μετά από χρόνια

ότι πέρασε – κάποτε – από τη ζωή σου ο Οδυσσέας.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979]

 

ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου 1979)

Γιατί, γιατί λένε πως οι Τούρκοι

περιορίστηκαν στα σύνορά τους;

Οι Τούρκοι ανενόχλητοι γυρνάνε στους δρόμους.

Αγοράζουν κλαδευτήρια, πριόνια,

black & Decker για τις ελιές τους. Τρώνε μπακαλιάρους.

Καταπατήσανε τα βόρεια προάστια, τα κάνανε τσιφλίκια τους.

Στήνουν ξόβεργα, κλείνονται στα υπόγεια κελιά τους.

-Τι διάλολο κάνουν εκεί μέσα; -Ναρκοθετούν.

 

Το απόγευμα ακούγονται σποραδικά οι εκρήξεις τους

στον ταραγμένο ύπνο των ποιητών.

 

Η ΜΠΑΝΤΑ

Μια μπάντα πήγαινε σε επαρχιακό παραλιακό δρόμο.

Έπαιζε εμβατήρια. Ένα παιδάκι δεκατέσσερω χρόνω,

με φαρδύ καπέλο και παλιά ρούχα της μουσικής

που έπαιζε τρομπόνι, δεν είδε τη στροφή του δρόμου.

 

Έτσι η μπάντα έστριψε,

και το παιδάκι βάδισε μόνο του ευθεία.

Με το τρομπόνι του και το μεγάλο του καπέλο.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979]

 

ΕΠΙΚΟ 1 και 2 (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου 1979)

Ένας που ήταν λαϊκός στην αγορά και στη συναλλαγή,

ώσπου ξαφνικά ανακάλυψε την ποίηση.

Από παντού τότε άρχισε να μπάζει.

Η γυναίκα του τον άφησε ένα βράδυ.

Κοιτάξτε τον τώρα που κοιμάται.

 

Πάνω από τον τάφο του πετάνε πουλιά.

 

Αυτός ο άνθρωπος γιατί διαρκώς

γυρνάει στα παλαιοπωλεία και κανένανε δεν χαιρετάει;

Γιατί διαρκώς στα πιο φτηνά – γυρνάει – ποτοπωλεία

και σε κανέναν δεν μιλάει;

 

Κάποτε είχε ένα χαρταετό

και έναν έρωτα που «κοιμήθηκε».

 

ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ, Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ, ΝΑΥΑΓΙΑ

Το χέρι μου στα μαλλιά σου

φίδι που γυρνάει στη φωλιά του αφού έκαμε κακό.

 

Η ψυχή μου ελαφρώς λερωμένη

σαν άσπρο κοστούμι καλοκαιρινό.

 

Πάνω από τα ναυάγια ο ήλιος ξεπρόβαλε κουρασμένος.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979]

 

 

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

(«Τι κρίμα όμως που έρχεται το βράδυ και το μικρό κοριτσάκι σταματάει το πιάνο» Κώστας Ριτσώνης)

Ένα παιδάκι είναι πάνω από το σπίτι μας

που παίζει πένθιμες σερενάτες

μέχρι αργά που πέφτει το σκοτάδι και πάει να κοιμηθεί.

Λέω καμιά φορά

εκεί που συναντιέμαι με τη μάνα του στην είσοδο

να φτιαχτώ λιγάκι, να της πω δυο λόγια,

«να σας ζήσει», ας πούμε, «ο Θεός να σας το χαρίζει»,

και διάφορα άλλα, παρόμοια.

Πού ξέρεις; Μπορεί και να μου πει

«ελάτε κανένα βράδυ να περάσουμε την ώρα μας,

ελάτε για ένα τσάι, ελάτε, ελάτε…»

 

Αλλά, βρε παιδί μου, κι εσύ

ούτε ένα φουστάνι της προκοπής δεν έχεις τόσα χρόνια.

Άσε που είσαι και λίγο κουτσή,

και πού να σέρνεις το ποδάρι σου σαν νυσταγμένο απόγευμα

στα ξένα σπίτια.

 

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΙ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ

Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.

Απογεύματα, γιορτές στο κουζινάκι

χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.

Όταν πέθανε, άφησε ένα χορταριασμένο στρατί,

ένα κτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια…

Αλλάξαν οι καιροί, που λέει και ο λαός,

πράγματα διάφορα συνέβησαν,

χαθήκαμε με τον αδελφό μου,

μάθαμε πως έφυγε και ο πατέρας…

 

Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ τόσο βαθιά στα μάτια.

Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή

που εκείνος δεν έζησε.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979]

 

 

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ή ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Έκανε κάτι μέρες με πολύ κρύο.

Στα χνοτισμένα  τζάμια του καφενείου.

Φασαρία γινόταν μεγάλη.

Αυτοί με τα φλιτζάνια στα χέρια

με τις τσαγιέρες στα χείλια, με τα χαρτιά στα τραπέζια.

Ξάφνου όλοι σταμάτησαν σαν απολιθωμένοι.

«Ο κλέφτης! Ο κλέφτης! Ποιος είναι ο κλέφτης»! φώναξε ένας.

Το τζουκ μποξ έπαιζε ένα τραγούδι μακρόσυρτο

«τι θέλεις απ’ τα νιάτα μου που είναι πικραμένα»

και ήταν ο τραγουδιστής σαν να έκλαιγε

με τη φωνή του και τα μπουζούκια.

«Ο κλέφτης! Ποιος είναι ο κλέφτης!»

 

Μα ο κλέφτης είχε ρίξει κρυφά τη δραχμή

και είχε φύγει πριν από το τραγούδι.

 

Στο δρόμο.

 

Μια ζωή με τη βροχή και την ερημιά

-Σκουριά στην πλάτη του λύκου -

 

ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ…

Διψώ σαν το ποτάμι που στέρεψε.   Πέτρες αμετακίνητες ανάμεσα στα πόδια τα χέρια σου,   φράζουν την πηγή που ζητάω.   Ύπουλος, προσπαθώ να τα τραβήξω χρησιμοποιώντας αστεία,   ή ορμητικός άλλοτε, ακριβώς σαν το ποτάμι που κάποτε ήμουν.   Γελάς. Δυο ποτήρια που σπάζουν   σε ερημική παραλία τα γέλια σου.   Ύστερα πια θυμώνεις.   Μια ντουφεκιά πέρα μακριά στα χωράφια,   πέφτει με πάταγο η φωνή σου.   Αν είχα πεθάνει, δεν θα με είχες  γνωρίσει.   Αν δεν είχες ξεχάσει τα σπίρτα σου εκείνο το απόγευμα   στο σταθμό ή στο τρένο, επίσης δεν με είχες γνωρίσει.   Και αν δεν είχες φύγει από το σπίτι μας στη συνέχεια,   για πάντα εκείνο το βράδυ,   φορώντας βιαστικά χωρίς εσώρουχα το φουστάνι,   δεν θα ήμουν τώρα ο άνεμος που από ζήλια γκρεμίζει.   Έτσι είναι λοιπόν οι άνδρες. Άλλος βουνό κι άλλος μαχαίρι.   Και όλα εδώ τελειώνουν.   Και τα απρόοπτα είναι για να γίνονται.   Ανάμεσα στο τελευταίο τσιγάρο και στη νύχτα   η μνήμη παλιώνει, η φωνή του φίλου χάνεται  και η παρεξήγηση παίρνει ένα τέλος.   [Η ΜΝΗΜΗ ΠΑΛΙΩΝΕΙ από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979]

Δευτέρα, 18 Ιανουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ